- ὑπενήχετο
- ὑπονήχομαιswim underimperf ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπονήχομαι — Α (αποθ.) 1. κολυμπώ κάτω από το νερό, ὑπονέω* 2. (γενικά) κολυμπώ κάτω από μια επιφάνεια («χελώνη ὑπενήχετο ταῑς πέτραις», Παυσ.) 3. πλέω πίσω ή δίπλα σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + νήχομαι «πλέω, κολυμπώ»] … Dictionary of Greek